εξαφρίζω

εξαφρίζω
και ξαφρίζω (AM ἐξαφρίζω) [αφρίζω]
αφαιρώ τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού που βράζει
νεοελλ.
αφαιρώ με δόλο ξένα πράγματα («ξάφρισε την περιουσία τού συνεταίρου του»)
μσν.
αφρίζω υπερβολικά
αρχ.
1. μεταβάλλω σε αφρό
2. μέσ. εξαντλώ, χάνω κάτι αφρίζοντας («πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος», Αισχ. Αγ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαφριζόμενον — ἐξαφρίζομαι pres part mp masc acc sg ἐξαφρίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐξαφρίζω remove the froth pres part mp masc acc sg ἐξαφρίζω remove the froth pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαφριζόντων — ἐξαφρίζομαι pres part act masc/neut gen pl ἐξαφρίζομαι pres imperat act 3rd pl ἐξαφρίζω remove the froth pres part act masc/neut gen pl ἐξαφρίζω remove the froth pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαφρίζον — ἐξαφρίζομαι pres part act masc voc sg ἐξαφρίζομαι pres part act neut nom/voc/acc sg ἐξαφρίζω remove the froth pres part act masc voc sg ἐξαφρίζω remove the froth pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαφρίζουσιν — ἐξαφρίζομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαφρίζομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐξαφρίζω remove the froth pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξαφρίζω remove the froth pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαφρίσαι — ἐξαφρίζομαι aor inf act ἐξαφρίσαῑ , ἐξαφρίζομαι aor opt act 3rd sg ἐξαφρίζω remove the froth aor inf act ἐξαφρίσαῑ , ἐξαφρίζω remove the froth aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαφρίσεις — ἐξαφρίζομαι aor subj act 2nd sg (epic) ἐξαφρίζομαι fut ind act 2nd sg ἐξαφρίζω remove the froth aor subj act 2nd sg (epic) ἐξαφρίζω remove the froth fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάφριση — η [εξαφρίζω] αφαίρεση τού αφρού …   Dictionary of Greek

  • εξάφρισμα — και ξάφρισμα, το [εξαφρίζω] 1. εξάφριση 2. η ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων με πονηρία και επιτηδειότητα …   Dictionary of Greek

  • εξαφρισμός — ἐξαφρισμός, ο (AM) [εξαφρίζω] μεταβολή σε αφρό …   Dictionary of Greek

  • εξαφριστήρας — και εξαφριστής, ο και ξαφριστήρι, το [εξαφρίζω] ειδική κουτάλα με τρύπες για την εξάφριση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”